αντίπηξ

αντίπηξ
ἀντίπηξ (-ηγος), η (Α)
παιδικό καροτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + -πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀντίπηξ — wheeled cradle fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπηγα — ἀντίπηξ wheeled cradle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπηγος — ἀντίπηξ wheeled cradle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπηγ' — ἀντίπηγα , ἀντίπηξ wheeled cradle fem acc sg ἀντίπηγι , ἀντίπηξ wheeled cradle fem dat sg ἀντίπηγε , ἀντίπηξ wheeled cradle fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EXPONENDI infantes — mos antiquissimus fuit. Namque de Moyse, nota historia in sacris: Unde Ezechiel Tragicus, Clementi Alexandrino et Eusebio laudatus, Ε᾿νταῦθα μητὴρ ἠ τεχοῦσ᾿ ἔκρυπτέ με Τρεῖς μῆνας, ὡς ἔφασκεν, οὐ λαθοῦσα δὲ Υ῾πεξέθηκε. Ibi mater quae me peperit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γλαγοπήξ — γλαγοπήζ ( ῆγος), ο, η (Α) αυτός που χρησιμοποιείται για την πήξη τού γάλακτος («γαυλοὶ γλαγοπῆγες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος* + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. αντίπηξ, διάπηξ, επίπηξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εύκυκλος — εὔκυκλος, ον (ΑΜ) (Α και εὐκυκλής, ές) ο στρογγυλευμένος καλά, στρογγυλός (α. στην Ιλ. πάντα ως επίθ. τής λ. ασπίς «ἀσπίδας εὐκύκλους», Ομ. Ιλ. β. «εὔκυκλος ἕδρα», Πίνδ.) αρχ. αυτός που έχει ωραίους τροχούς, ο εύτροχος (α. στην Οδ. ως επίθ. τής λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”